- μεγαλόφθαλμος
- μεγαλόφθαλμοςlarge-eyedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλόφθαλμος — η, ο (ΑM μεγαλόφθαλμος, ον) αυτός που έχει μεγάλους οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόφθαλμον — μεγαλόφθαλμος large eyed masc/fem acc sg μεγαλόφθαλμος large eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφθάλμου — μεγαλόφθαλμος large eyed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφθάλμους — μεγαλόφθαλμος large eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόφθαλμοι — μεγαλόφθαλμος large eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλωπός — (I) μεγαλωπός, όν (Μ) αρκετά μεγάλος μεγαλούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. ωπός*]. (II) μεγαλωπός, όν (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάτια, μεγαλόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ωπός (< ὄψις), πρβλ. ευρ ωπός] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek